ἐπαγωγικούς

ἐπαγωγικούς
ἐπαγωγικός
inductive
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγικός — ή, ό (Α ἐπαγωγικός, ή, όν) [επαγωγή] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή* ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα») αρχ. επαγωγός, ελκυστικός,… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επαγωγή (γενικά). 2. ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος: Έχει επαγωγικούς τρόπους. 3. (λογ.), φρ., «επαγωγικός συλλογισμός ή επαγωγή», συλλογισμός που καταλήγει σε γενικό συμπέρασμα από μερικές κρίσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”